- σκύτινος
- -η, -ο / σκύτινος, -ίνη, -ον, ΝΑαυτός που είναι κατασκευασμένος από σκύτος, από κατεργασμένο δέρμα, δερμάτινος, πέτσινος («ἐπὶ τῇ κεφαλῇ δὲ κράνη σκύτινα οἷάπερ τὰ Παφλαγονικά», Ξεν.)αρχ.1. μτφ. αυτός που αποτελείται μόνο από δέρμα και κόκαλα, κοκαλιάρης, κάτισχνος2. φρ. α) «σκυτίνη ἐπικουρία»(κωμ. σε λογοπαίγνιο για την παροιμία «συκίνη ἐπικουρία») ανώφελη βοήθεια (Αριστοφ.)β) «σκύτινον καθειμένον» — φαλλός από δέρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + κατάλ. -ινος (πρβλ. δερμάτ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.